πείρα

πείρα
η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ
η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)
νεοελλ.
1. καθετί που πέφτει στην αντίληψη τού ανθρώπου και γίνεται γνώση η οποία συντελεί στην αύξηση τής ικανότητας του γενικά ή ειδικά σε έναν κλάδο τής επιστήμης, συσσωρευμένη γνώση
2. (φιλοσ.) η αισθητηριακή, εμπειρική αντανάκλαση τού εξωτερικού κόσμου στη συνείδηση
αρχ.
1. αγώνας, μόχθος για κάτι («πεῑρα θανάτου πέρι και ζωᾱς», Πίνδ.)
2. προσπάθεια, επιχείρηση, τρόπος, μέσο για κάτι («δέδορκά σε πεῑρα τιν' ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον», Σοφ.)
3. απόπειρα για εξαπάτηση γυναίκας («τὴν μὲν πεῑραν ἰσχυρῶς ἀποτρίψασθαι», Πλούτ.)
4. φρ. α) «πεῑραν έχω» — δοκιμάζομαι, είμαι δοκιμασμένος
β) «πεῑραν ἔχω τινός» — γνωρίζω κάτι έπειτα από δοκιμή, από δοκιμασία
γ) «πεῑράν τινος λαμβάνω»
i) δοκιμάζω κάτι
ii) αποκτώ γνώση ενός πράγματος με δοκιμή
δ) «πεῑραν δίδωμί τινος» — παρέχω δοκιμή, δοκιμάζομαι σε κάτι
ε) «πεῑραν ποιοῡμαι» ή «πείραν καθίημι» ή «πεῑραν δέχομαι», δοκιμάζω
στ) «ταῑς πείραις βασανίζω» — ελέγχω με δοκιμή, με δοκιμασία
ζ) «ἀπό πείρης» — με δοκιμή, με πείραμα
η) «διὰ πείρας ἔρχομαι» — περνώ από δοκιμασία, δοκιμάζομαι
θ) «ἀποδοκιμάζομαι διὰ τῆς πείρας» — απορρίπτομαι έπειτα από δοκιμή
ι) «ἐν πείρα τινος γίγνομαι» — γνωρίζω από δοκιμή, από δοκιμασία, κάτι ή κάποιον
ια) «ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῑραν ἔρχεται»
[η πολιτεία] δοκιμαζόμενη αποδεικνύεται ανώτερη από τη φήμη της (Αριστοτ.)
ιβ) «ἐπὶ πείρᾳ» — με δοκιμή, κατόπιν δοκιμής
ιγ) «πεῑραν ἀφορμῶ» — εξέρχομαι για κάποια επιχείρηση (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πεῖρα (< *per-ya, με επίθημα ja, πρβλ. μοίρα) ανάγεται σε IE *per- «προσπαθώ, δοκιμάζω, ρισκάρω, κίνδυνος» με ποικίλες σημ. και συνδέεται με τα λατ.: periculum «κίνδυνος», ex-perior «λαμβάνω πείρα» (πρβλ. αγγλ. experience). Αρχική σημ. τής λ. θα μπορούσε να θεωρηθεί το βάδισμα προς τα εμπρός, η προώθηση, η διείσδυση, η διάτρηση (πρβλ. πείρω, πέρνημι), από όπου και οι σημ. τών παράγωγων ρημάτων περῶμαι «επιτίθεμαι, πειρατεύω» με στρατιωτική σημ. και πειράζω «παρασύρω, δελεάζω, θίγω, ανασκαλεύω» και, εις βάρος γυναίκας, «ενοχλώ, προσπαθώ να αποπλανήσω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πειρά — πειρά̱ , πειρά sharp point fem nom/voc/acc dual πειρά̱ , πειρά sharp point fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πείρα — Πείρᾱ , Πείρευς masc acc sg (attic) Πείρᾱ , Πείρης masc nom/voc/acc dual Πείρᾱ , Πείρης masc voc sg (attic) Πείρᾱ , Πείρης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρᾷ — πειρά sharp point fem dat sg (attic doric aeolic) πειράω attempt pres subj mp 2nd sg πειράω attempt pres ind mp 2nd sg (epic) πειράω attempt pres subj act 3rd sg πειράω attempt pres ind act 3rd sg (epic) πειράζω make proof fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πείρᾳ — Πείρᾱͅ , Πείρης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρα — πεί̱ρᾱ , πεῖρα trial fem nom/voc/acc dual πείρᾱ , πειράω attempt pres imperat act 2nd sg πείρᾱ , πειράω attempt imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρα — η βαθιά γνώση που αποκτήθηκε στην πράξη, εμπειρία: Ο νέος δεν έχει πείρα από τη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεῖρα — πείρω pierce aor ind act 1st sg (homeric ionic) πεῖρα trial fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεῖρᾳ — πεῖραι , πείρω pierce aor imperat mid 2nd sg πεῖραι , πείρω pierce aor inf act πεῖραι , πεῖρα trial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρᾳ — πεί̱ρᾱͅ , πεῖρα trial fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρά — ή, Α [πείρω] (ποιητ. τ.) οξεία ακμή, κόψη, αιχμή («πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”